- φέγγος
- το, ΝΜΑ1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.)2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ.β. «τὸ ἡμερινὸν φῶς... νυκτερινὰ φέγγη», Πλάτ.)3. το φως τών ματιών, δηλαδή η όρασηνεοελλ.η ένταση τού φωτός φάρου, που μετρείται σε φωτιστικές μονάδεςαρχ.1. το φως τής ημέρας («φέγγος ἡλίου», Αισχύλ.)2. το χρονικό διάστημα τής ημέρας («τριταῑον ἤδη φέγγος αἰωρούμενος», Ευρ.)3. η σελήνη, το φεγγάρι4. τεχνητό φως, όπως το φως λαμπάδας ή πυρσού («φέγγος λαμπτήρων», Διον. Αλ.)5. μτφ. α) τέρψη, χαρά, ευφροσύνη («λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών», Πίνδ.)β) τιμή, δόξα, υπερηφάνεια («μουσῶν φέγγος Ὅμηρον», Αντίπ.)γ) ακτινοβολία («φέγγος τῆς ἀρετῆς», Φίλ.)6. στον πληθ. τὰ φέγγηη φωτιά7. φρ. α) «φέγγος ἰδεῑν [ή προσιδεῑν]» — το να δει κανείς το φως, το να έλθει στον κόσμο, το να γεννηθείβ) «τὸ φέγγος τοῡ γάλακτος» — γαλαξίας (Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέγγος θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *speng- «λάμπω, γυαλίζω» και να συνδεθεί με τα: λιθουαν. spingěti «λάμπω απαλά» και spingulỹs «σπινθήρας», αρχ. αγγλ. spincan «σπινθηροβολώ» (πρβλ. αγγλ. spunk «προσάναμμα»). Ωστόσο, αυτή η ετυμολόγηση προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, αφού παραμένουν δυσερμήνευτες τόσο η απουσία αρκτικού σ- όσο και η ύπαρξη δασέος -φ στον ελλ. τ. Κατά μία άποψη, οι δυσχέρειες αυτές μπορούν να αρθούν αν η λ. φέγγος θεωρηθεί προϊόν συμφυρμού ενός αμάρτυρου *σπέγγος (< IE *speng-) και τού συγγενούς οημασιολογικώς φάος / φως, ενώ, κατ' άλλη άποψη, αν ληφθεί ως αρχική μορφή τής ΙΕ ρίζας η μορφή *(s)peng-, η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη τ. με και χωρίς αρκτικό σ- (πρβλ. ΙΕ ρίζα *[s]kel- > σκέλος* και κῶλον*). Η λ. φέγγος, ενώ στην αρχή αποτελούσε ποιητ. κυρίως τ. με γενική σημ. «φως, λάμψη», στην ελληνιστική εποχή άρχισε να χρησιμοποιείται με μεγάλη συχνότητα και στον πεζό λόγο με πιο περιορισμένη σημ. για να δηλώσει ειδικά το φως τής σελήνης (βλ. και λ. φεγγάρι).ΠΑΡ. φεγγίτης·αρχ. φεγγώδηςμσν.- νεοελλ.φεγγάρι(ον)νεοελλ.φεγγερός, φεγγίζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φεγγοβόλοςαρχ.φεγγοειδής, φεγγοκάτοχος, φεγγοτόκοςνεοελλ.φεγγόβολος·(Β' συνθετικό) αειφεγγής, αστροφεγγής / αστεροφεγγής, αφεγγής, διαφεγγής·αρχ. αγλαοφεγγής, αργυροφεγγής, βροτοφεγγής, δυσφεγγής, επταφεγγής, εριφεγγής, ευφεγγής, ζαφεγγής, ηεροφεγγής, ηλιοφεγγής, ιδιοφεγγής, καλλιφεγγής, κλυτοφεγγής, λαμπροφεγγής, λιποφεγγής, μαρμαροφεγγής, μεγαλοφεγγής, μυροφεγγής, νεοφεγγής, νυκτεροφεγγής, ομοφεγγής, οξυφεγγής, παμφεγγής, περιφεγγής, πολυφεγγής, πυριφεγγής, σκοτοφεγγής, τηλεφεγγής, χρυσεοφεγγής / χρυσοφεγγής·νεοελλ. σεληνοφεγγης].
Dictionary of Greek. 2013.